ἐπιμήδιον

ἐπιμήδιον
ἐπιμήδιον, τό, an unidentified plant, Dsc.4.19, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμήδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηδίου — ἐπιμήδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρινος — (I) ο (AM ἔρινος) βοτ. 1. φυτό που φυτρώνει σε βράχους και σχηματίζει τάπητα με πορφυροϊώδη άνθη 2. είδος εύοσμου φυτού που μοιάζει με το φυτό βασιλικός μσν. το φυτό επιμήδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας]. (II) ἔρινος, η, ον (Μ) [έριον]… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”